- μεσοδήμιον
- μεσοδήμιον, τὸ (Μ)ουδέτερη μερίδα τού λαού τής Πόλης η οποία δεν άνηκε ούτε στους Πράσινους ούτε στους Βένετους, δηλαδή στις κύριες παρατάξεις τού δήμου τής Κωνσταντινούπολης στον Ιππόδρομο.[ΕΤΥΜΟΛ. μεσ(ο)-* + δῆμος].
Dictionary of Greek. 2013.